φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… … Dictionary of Greek
φερμάρω — (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα 1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω. 2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε. 3. κάνω να σταματήσει κάτι που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Ιωάννου. * * * (I) Ν (β εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω. (II) το, ΝΑ [φέρω] 1. ο καρπός τής κοιλιάς, το έμβρυο 2. ο καρπός τής γης … Dictionary of Greek
φερμάρισμα — το, Ν [φερμάρω] 1. προσήλωση τού βλέμματος πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, ιχνηλασία 2. φρενάρισμα … Dictionary of Greek