φερμάρω

φερμάρω
(αόρ. φέρμαρα и φερμάρισα) μετ.
1) всмотреться, вглядеться (во что-л.), заметить, распознать (что-л.); 2) останавливать; задерживать (движение, ход чего-л.); φέρμα! стоп!, стой!; 3) выслеживать (кого-л.), следить (за кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φερμάρω" в других словарях:

  • φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… …   Dictionary of Greek

  • φερμάρω — (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα 1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω. 2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε. 3. κάνω να σταματήσει κάτι που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Ιωάννου. * * * (I) Ν (β εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω. (II) το, ΝΑ [φέρω] 1. ο καρπός τής κοιλιάς, το έμβρυο 2. ο καρπός τής γης …   Dictionary of Greek

  • φερμάρισμα — το, Ν [φερμάρω] 1. προσήλωση τού βλέμματος πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, ιχνηλασία 2. φρενάρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»